- ρακοδυτος
- ῥακόδυτοςῥᾰκό-δῠτος2лоскутный, заплатанный, рваный
(στολή Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στολή Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρακόδυτος — ον, Α ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»] … Dictionary of Greek
ρακοδυτώ — έω, ΜΑ [ῥακόδυτος] είμαι ρακένδυτος, κουρελιάρης … Dictionary of Greek
ῥακοδύτωι — ῥακοδύτῳ , ῥακόδυτος ragged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)